καλύπτρᾳ

καλύπτρᾳ
καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα
veil
fem dat sg (attic doric aeolic)
καλύπτραι , καλύπτρα
fem nom/voc pl (ionic)
καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα
fem dat sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλύπτρα — καλύπτρᾱ , κάλυπτρα veil fem nom/voc/acc dual καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc/acc dual (ionic) καλύπτρᾱ , καλύπτρα fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλυπτρα — veil fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρα — η (AM καλύπτρα, Α ιων. τ. καλύπτρη) [καλύπτω] 1. αυτός που καλύπτει, που σκεπάζει κάτι, το κάλυμμα 2. τεμάχιο λεπτού υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, βέλο («ἀπὸ δὲ λιπαρὴν ἔρριψε καλύπτρην», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλύπτρας — καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem acc pl καλύπτρᾱς , κάλυπτρα veil fem gen sg (attic doric aeolic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem acc pl (ionic) καλύπτρᾱς , καλύπτρα fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραι — καλύπτρᾱͅ , κάλυπτρα veil fem dat sg (attic doric aeolic) καλύπτρα fem nom/voc pl (ionic) καλύπτρᾱͅ , καλύπτρα fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραις — κάλυπτρα veil fem dat pl καλύπτρα fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτραν — καλύπτρᾱν , καλύπτρα fem acc sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρης — κάλυπτρα veil fem gen sg (epic ionic) καλύπτρα fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλύπτρῃ — κάλυπτρα veil fem dat sg (epic ionic) καλύπτρα fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”